- σωματεμπορία
- η1. εμπόριο δούλων.2. προμήθεια γυναικών για ασελγείς πράξεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… … Dictionary of Greek
ανθρωπεμπορία — η 1. η δουλεμπορία 2. η σωματεμπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + εμπορία. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Κ. Κούμα] … Dictionary of Greek
σωματεμπόριο — το / σωματεμπόριον, ΝΜ [σωματέμπορος] νεοελλ. η σωματεμπορία μσν. το δουλεμπόριο … Dictionary of Greek
σωματεμπόριο — το σωματεμπορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)